- πανέσχατος
- παν-έσχατος, der allerletzte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανέσχατος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο τελευταίος από όλους, ο ύστατος όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἔσχατος] … Dictionary of Greek
πανέσχατον — πανέσχατος last of all masc/fem acc sg πανέσχατος last of all neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek